- πόττειος
- -α, -ο, Νφρ. «πόττειος νόσος» ή «πόττειο κακό»ιατρ. η φυματιώδης σπονδυλίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Potťs disease, γαλλ. mal de Pott, από το όν. τού Άγγλου χειρουργού P. Pott που τήν περιέγραψε].
Dictionary of Greek. 2013.